- αγαθοεργώ
- (ε) αμετ.1) делать добро; 2) заниматься благотворительностью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγαθοεργώ — ἀγαθοεργῶ και ουργῶ ( έω) (Α) [ἀγαθοεργός] κάνω καλές πράξεις, ασκώ τη φιλανθρωπία χωρίς να ελπίζω σε αντάλλαγμα ή ανταπόδοση από αυτόν που βοηθώ, είμαι φιλάνθρωπος, ευεργετώ … Dictionary of Greek
ἀγαθοεργῷ — ἀγαθοεργός doing good masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοέργημα — ἀγαθοέργημα και ἀγαθούργημα, το (Μ) [ἀγαθοεργῶ] καλή πράξη, αγαθοεργία, ευποιία … Dictionary of Greek
αγαθοεργός — ή, ό (Α ἀγαθοεργός, όν και ουργός, όν) αυτός που κάνει καλές πράξεις, που ασκεί τη φιλανθρωπία χωρίς αντάλλαγμα, ελπίδα ανταπαδόσεως ή μειωτική επιρροή σ’ αυτόν που ευεργετεί, φιλάνθρωπος, ευεργετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαθός + εργός < έργον. ΠΑΡ … Dictionary of Greek